Καρχηδόνας

Καρχηδόνας
Καρχηδών
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αννίβας — I (Καρχηδόνα 247 – Βιθυνία 183 π.Χ.). Καρχηδόνιος στρατηγός του B’ Καρχηδονιακού πολέμου. Καταγόταν από την αρχοντική οικογένεια των Βάρκα, η οποία από το 250 έως το 200 π.Χ. άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική της Καρχηδόνας. Ο πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • δίδω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Η παράδοση αναφέρει πως υπήρξε ιδρύτρια της Καρχηδόνας, κόρη του βασιλιά της Τύρου, Βήλου ή Αγήνορος. Παντρεύτηκε τον θείο της Συχαίο, τον οποίο δολοφόνησε ο αδελφός της Πυγμαλίων για να γίνει κύριος του θησαυρού του. Η Δ.… …   Dictionary of Greek

  • Κυπριανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Καρχηδόνας (3ος αι. μ.Χ.). Βλ. λ. Κυπριανός. Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (1.). 2. Μαρτύρησε μαζί με την Ιουλιανή. Η μνήμη τους τιμάται την 1η Νοεμβρίου. 3. Μοναχός από τα… …   Dictionary of Greek

  • Μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… …   Dictionary of Greek

  • μολώχ — Ονομα που λαθεμένα θεωρείται ότι υποδηλώνει μια θεότητα, ενώ προέρχεται από τη φοινικική λέξη μολκ, η οποία σήμαινε τις ανθρωποθυσίες, τις οποίες πρόσφεραν οι Καρχηδόνιοι στον θεό Βάαλ Αμών και στη θεά Τάνιτ, υπέρτατο ζευγάρι των θεοτήτων της… …   Dictionary of Greek

  • Καικιλιανός — (3ος 4oς αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Καρχηδόνας. Το 311 διαδέχθηκε τον επίσκοπο Μενσούριο. Κατέκρινε ως αντιχριστιανική την προσέλευση πολλών χριστιανών στο μαρτύριο κατά τους διωγμούς του Διοκλητιανού. Επειδή κατηγορήθηκε από πολλούς κληρικούς… …   Dictionary of Greek

  • Μασσανάσσης — (240 π.Χ. – 148 π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας. Ήταν γιος του βασιλιά της ανατολικής Νουμιδίας, αρχηγού της φυλής των Μασσυλίων. Μεγάλωσε στην Καρχηδόνα, με την οποία ο πατέρας του ήταν σύμμαχος, και αργότερα πολέμησε και ο ίδιος στο πλευρό τους… …   Dictionary of Greek

  • δονατισμός — Χριστιανική κίνηση που αναπτύχθηκε στις αρχές του 4ου αι. στην Αφρική, μετά τον μεγάλο διωγμό των χριστιανών την εποχή του Διοκλητιανού. Δημιουργήθηκε για να εναντιωθεί στην υποχωρητική στάση απέναντι στις πολιτικές αρχές, την οποία συνιστούσε ο… …   Dictionary of Greek

  • νουμιδία — Αρχαία περιοχή της βορειοδυτικής Αφρικής χωρίς σαφώς καθορισμένα σύνορα (ιδιαίτερα στα Ν), η οποία κατοικείτο από βερβερικές φυλές οργανωμένες σε ανεξάρτητα βασίλεια. Από εκείνες τις φυλές, κατά το β’ μισό του 3ου αι. π.Χ. κυριαρχούσαν εκείνες… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”